λιγούστρο — (Ligustrum). Γένος δικοτυλήδονου, φυλλοβόλου θάμνου της οικογένειας των ελαιιδών. Όλα τα είδη έχουν απλά, λογχοειδή ή ωοειδή και δερματώδη φύλλα, γυαλιστερά επάνω και ωχρά κάτω. Τα άνθη τους είναι σωληνοειδή και σχηματίζουν επάκριους, όρθιους,… … Dictionary of Greek
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek
φιλυρέα — και φιλλυρέα, η, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες τής τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και… … Dictionary of Greek
φορεστιέρα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ελαιίδες, γνωστό παλαιότερα και ως αδελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. forestiera, από το όν. τού Γάλλου φυσικού Pierre Gaspard Forestier] … Dictionary of Greek
φορσυθία — (forsythia). Γένος ελαιοειδών φυτών. Περιλαμβάνει θάμνους ή μικρά δέντρα φυλλοβόλα, τα οποία χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος αυτό αριθμεί 2 είδη, τα οποία φυτρώνουν στην Κίνα και την Ιαπωνία. * * * η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων… … Dictionary of Greek
φράξινος — Γένος φυτών της οικογένειας των ελαιιδών. Περιλαμβάνει 64 είδη, που ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές της Γης. Οι φ. είναι δέντρα με φύλλα αντίθετα και πτεροσχιδή και με λείο υπότεφρο φλοιό. Τα άνθη τους είναι μονογενή ή διγενή και φανερώνονται… … Dictionary of Greek
όσμανθος — (όσμανθος ο εύοσμος). Φυτό της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), μικρό καλλωπιστικό δεντρύλλιο ή θάμνος που κατάγεται από την Κίνα και την Ιαπωνία. Τα φύλλα του είναι αντίθετα, δερματώδη, ωοειδή προμήκη, ελαφρά πριονωτά, και έχουν χρώμα… … Dictionary of Greek